Άρειος Πάγος - Ναος του Ηφαίστου

 
αρεοπαγοσ.jpg

Λίγο πριν η Διονυσίου Αρεοπαγίτου εκβάλει στην Αποστόλου Παύλου, ένα όμορφο πλακόστρωτο, κληρονομία και αυτό του μεγάλου Δημήτρη Πικιώνη, ανεβαίνει δεξιά προς τον ιερό βράχο. Διακόσια πενήντα περίπου μέτρα πιο πάνω, ο επισκέπτης βρίκσεται μπροστά σε έναν βράχο, που αν τον ανέβει, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια υπέροχη θέα της Αθήνας.

Πρόκειται για τον Άρειο Πάγο, τον βράχο δηλαδή του Άρη, καθότι “πάγος” στην αρχαιοελληνική σημαίνει βράχος. Κατ’ άλλους, το Άρειος προέρχεται από τις Αρές (Αραί ή Ερινύες, οι αποτρόπαιες θεές της εκδίκησης). Ο ιστότοπος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, αναφέρει:

“Πολλοί συνδέουν την επωνυμία ‘‘Άρειος’’ με την πρωταρχική σημασία του ονόματος του θεού (στην αρχαιότατη ελληνική άρης = φόνος), δεδομένου ότι ο χώρος αποτέλεσε επί μακρόν έδρα της «εν Αρείω Πάγω» ή «εξ Αρείου Πάγου» Βουλής ή Άνω Βουλής (σε αντιδιαστολή με την Κάτω Βουλή των Πεντακοσίων), που πιστευόταν ότι δίκασε τον Ορέστη μετά την μητροκτονία του. Άλλοι θεωρούσαν τον τόπο αυτό ως δικαστήριο στο οποίο ενήχθη ο Άρης από τον Ποσειδώνα αφού φόνευσε τον υιό αυτού Αλιρρόθιο κατά τους μυθικούς χρόνους, ενώ μερικοί απέδιδαν την ονομασία του λόφου στο γεγονός ότι εκεί προσέφεραν θυσία στον θεό Άρη οι Αμαζόνες.

Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Άρειος Πάγος υπήρχε ήδη (ως δικαστήριο;) από την εποχή του Α΄ Μεσσηνιακού Πολέμου (μέσα 7ου αι. π.Χ.), διότι εκεί ήθελαν να προσφύγουν οι Μεσσήνιοι για την επίλυση των διαφορών τους. Ωστόσο, η χρονική αφετηρία της χρήσης του χώρου και η παλαιότερη λειτουργία του δεν έχουν έως τώρα καθοριστεί με σαφήνεια. Φαίνεται ότι η ονομασία υιοθετήθηκε αρχικά από διοικητικό σώμα της περιόδου της αριστοκρατίας (7ος αι. π.Χ.) που είχε ως έδρα τον λόφο. Μονιμώτερο χαρακτήρα έλαβε μόλις από τα χρόνια του Σόλωνος, οπότε μεταβλήθηκε σε ειδικό και μόνιμο οργανισμό (αρχές 6ου αι. π.Χ.), ενώ αργότερα (περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.), όταν στην Αθήνα είχε εγκαθιδρυθεί πλέον δημοκρατικό καθεστώς, ο Άρειος Πάγος διατηρήθηκε ως δικαστήριο που εκδίκαζε αποκλειστικά υποθέσεις φόνων.

Παρά την μεγάλη σημασία του Αρείου Πάγου ως μνημείου της ιστορικής ζωής της Αθήνας, η διαμόρφωση του χώρου του δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη μνημειακότητα. Στην κορυφή του λόφου σώζεται κυβικός περίπου ογκόλιθος σε σχήμα βωμού, ο οποίος έχει ταυτισθεί από τη σύγχρονη έρευνα με τον βωμό της Αρείας Αθηνάς ή με μία από τις δύο έδρες-λίθους, της «Ύβρεως» (δηλ. του κατηγορουμένου) και της «Αναιδείας» (δηλ. του κατηγόρου), όπου κάθονταν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας του δικαστηρίου. Στον Άρειο Πάγο υπήρχαν επίσης λατρείες του Βορέως και των Αμαζόνων, θυγατέρων του Άρεως, δεν γνωρίζουμε όμως την ακριβή θέση που κατείχαν. Ίχνη και λαξεύματα στον βράχο προφανώς όριζαν τις θέσεις άλλων ιερών. Στους βόρειους πρόποδες του λόφου ανοιγόταν σπήλαιο, που έχει αναγνωρισθεί ως χώρος λατρείας των Ευμενίδων (ευφημιστικό όνομα των Ερινύων), ενώ κάτω και γύρω από τον λόφο υπήρχαν τα χαμένα σήμερα περίφημα σπίτια των νεοπλατωνικών φιλοσόφων (τέλη 4ου-αρχές 5ου αι. π.Χ.). Τέλος, στον Άρειο Πάγο, κατά μία εκδοχή, μίλησε στους Αθηναίους το 54 μ.Χ. ο Απ. Παύλος κηρύσσοντας τον Χριστιανισμό (άλλοι υποστηρίζουν ότι εκφώνησε τους λόγους του στην Βασίλειο Στοά της Αγοράς).”

Βόρεια του Αρείου Πάγου, στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, βρίσκεται καλυτερα διατηρημένος ναός του Ελλάδικου χώρου, ο ναός του Ηφαίστου, ευρύτερα γνωστός ως ''Θησείο''.

Διαβάζουμε από το site του Υπουργείου Πολιτισμού:

“Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (I, 14, 5-6), στο ναό λατρεύονταν από κοινού ο Ήφαιστος, προστάτης των μεταλλουργών, και η Αθηνά Εργάνη, προστάτρια των κεραμέων και της οικοτεχνίας. Την ταύτιση του ναού ως ''Ηφαιστείο'' επιβεβαίωσε η ανασκαφική έρευνα με την αποκάλυψη εργαστηρίων μεταλλουργίας στην ευρύτερη περιοχή του λόφου, επισκιάζοντας, έτσι, παλαιότερες απόψεις, που αναγνώριζαν ως λατρευόμενες θεότητες το Θησέα, τον Ηρακλή ή τον Άρη. Η οικοδόμηση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στα έτη 460-420 π.Χ. από άγνωστο αρχιτέκτονα, στον οποίο, όμως, αποδίδονται και άλλοι ναοί στην Αττική, με παρόμοια κατασκευή.


Ο ναός διέθετε πρόναο και οπισθόδομο, δίστυλους εν παραστάσι. Εξωτερικά περιβαλλόταν από την περίσταση, μια δωρική κιονοστοιχία, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 13 στις μακρές. Ολόκληρο το οικοδόμημα, από την κρηπίδα έως και την οροφή, ήταν κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο, ενώ τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που το κοσμούσαν ήταν από παριανό μάρμαρο. Στο εσωτερικό του σηκού υπήρχε δίτονη κιονοστοιχία σε σχήμα Π και στο βάθος του υπήρχε βάθρο, επάνω στο οποίο στέκονταν τα ορειχάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, έργα του γλύπτη Αλκαμένη, σύμφωνα με τον Παυσανία, τα οποία πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν ανάμεσα στα έτη 421-415 π.Χ. Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο. Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μετόπες, που κοσμούσαν την ανατολική πλευρά της περίστασης εξωτερικά και παριστάνουν τους εννέα άθλους του Ηρακλή. Σε συνέχεια αυτών, στη βόρεια και στη νότια πλευρά, εικονίζονται από τέσσερις άθλοι του Θησέα, σκηνές από τις οποίες προέκυψε η λαϊκή ονομασία ''Θησείο'' για το ναό. Η ζωφόρος δεν διατρέχει τις τέσσερις πλευρές του σηκού, αλλά μόνο τον πρόναο και τον οπισθόδομο. Στον πρόναο παριστάνεται ο νικηφόρος αγώνας του Θησέα κατά των απαιτητών του θρόνου, των 50 υιών του Πάλλαντα, στον οποίο παρίστανται και έξι θεοί του Ολύμπου. Στον οπισθόδομο, στο πλάτος του σηκού, παριστάνεται η Κενταυρομαχία. Αξιόλογες γλυπτικές παραστάσεις κοσμούσαν, επίσης, και τα αετώματα του ναού. Στο δυτικό παριστανόταν η Κενταυρομαχία και στο ανατολικό η υποδοχή του Ηρακλή στον Όλυμπο ή η γέννηση της Αθηνάς. Ορισμένα από τα γλυπτά αυτά αναγνωρίζονται σε αγάλματα που βρέθηκαν στην περιοχή του ναού, όπως το αποσπασματικά σωζόμενο σύμπλεγμα δύο γυναικείων μορφών, από τις οποίες η μια μεταφέρει στον ώμο της την άλλη, σαν να προσπαθεί να τη σώσει (''Eφεδρισμός'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, αρ. ευρ. S 429), και ο κορμός μιας ενδεδυμένης γυναικείας μορφής με έντονο το στοιχείο της κίνησης, που θα μπορούσε να είναι ένα από τα ακρωτήρια του ναού (''Νηρηίδα'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, αρ. ευρ. S 182).

Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους γύρω από το ναό φυτεύθηκαν θάμνοι ή μικρά δένδρα σε παράλληλες σειρές, μέσα σε γλάστρες, οι οποίες ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές. Τον 7ο αι. μ.Χ. ο ναός μετατράπηκε σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ακάμα και λειτούργησε έτσι έως την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους. Κατά το 18ο αιώνα μέσα στο κτήριο ενταφιάσθηκαν πολλοί επιφανείς προτεστάντες, που πέθαναν στην Αθήνα, ενώ το 1834 πραγματοποιήθηκε εδώ η τελετή υποδοχής του βασιλιά Όθωνα. Έκτοτε ο ναός λειτούργησε ως αρχαιολογικό μουσείο, μέχρι την έναρξη των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής στην Αρχαία Αγορά, το 1930.”

 
Pantelis Mitsiou